Η Μόσχα αποφάσισε να βάλει «φρένο» στη δράση της διεθνούς οργάνωσης Human Rights Watch (HRW), χαρακτηρίζοντάς την επίσημα ως «ανεπιθύμητη». Η απόφαση αυτή, που ανακοινώθηκε από το γραφείο του γενικού εισαγγελέα, ισοδυναμεί με την ποινικοποίηση κάθε δραστηριότητας και συνεργασίας με την οργάνωση στη χώρα. Με βάση τον αμφιλεγόμενο νόμο του 2015, οποιοσδήποτε Ρώσος πολίτης ή οντότητα συνεργαστεί ή ακόμη και εκφράσει στήριξη στην HRW, κινδυνεύει πλέον με δίωξη.
Το εισαγγελικό σώμα δήλωσε πως η κίνηση αυτή αποσκοπεί στην «προστασία της ασφάλειας της χώρας». Ωστόσο, για πολλούς παρατηρητές, πρόκειται απλώς για την τελευταία πράξη μιας συστηματικής εκστρατείας κατά κάθε φωνής που δεν εναρμονίζεται με την επίσημη γραμμή του Κρεμλίνου. Μια εκστρατεία που «έχει πάρει φωτιά» μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το Φεβρουάριο του 2022. Το κράτος χρησιμοποιεί ολοένα και πιο συχνά το νομοθετικό «εργαλείο» για να σωπαίνει ανεξάρτητες φωνές, είτε πρόκειται για δημοσιογράφους, είτε για ακτιβιστές ή οργανώσεις που ασκούν κριτική στην πολιτική της.
Απαντώντας στην απαγόρευση, ο διευθύνων σύμβουλος της HRW, Philippe Bolopion, τόνισε πως η οργάνωσή τους τεκμηριώνει τη κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία επί τρεις δεκαετίες. Υποστήριξε ότι, ενώ η δουλειά και η αποστολή της HRW παραμένουν οι ίδιες, η ρωσική κυβέρνηση έχει στραφεί ολοταχώς προς ένα αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης. Ο Bolopion αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε μια «εξωπραγματική» πολιτική καταστολή και σε τεκμηριωμένες φρικαλεότητες που διαπράττουν τα ρωσικά στρατεύματα στην Ουκρανία.
Παράλληλα με την HRW, οι ρωσικές αρχές έκαναν νέα «καθαίρεση» εναντίον άλλων οντοτήτων. Το γραφείο του εισαγγελέα άσκησε αγωγή για να χαρακτηρίσει το φεμινιστικό συλλογικό Pussy Riot ως «εξτρεμιστική» οργάνωση. Η ομάδα αυτή είναι γνωστή για τα αντιπολιτευτικά της περφόρμανς και την πολιτική της δράση, που έχει ήδα οδηγήσει μέλη της στη φυλακή.
Σε μια άλλη εξίσου σημαντική και συναφή εξέλιξη, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας αποφάσισε την Πέμπτη να χαρακτηρίσει ως «τρομοκρατική» την οργάνωση Anti-Corruption Foundation (FBK). Το ίδρυμα αυτό είχε ιδρύσει από τον αποβιώσαντα αντιπολιτευόμενο ηγέτη Alexey Navalny, ο οποίος βρήκε τον θάνατο υπό ύποπτες συνθήκες σε μια απομονωμένη σωφρονιστική αποικία. Η απόφαση του δικαστηρίου στοχεύει συγκεκριμένα στην οντότητα του FBK που είναι εγγεγραμμένη στις ΗΠΑ, η οποία είχε γίνει το κύριο κέντρο λειτουργίας του αφού η αρχική ρωσική οργάνωση είχε ήδη χαρακτηριστεί ως «ανεπιθύμητη» το 2021.
Αυτές οι συνεχόμενες και συνενοημένες νομικές επιθέσεις συμβαίνουν σε μια εποχή που κυβερνητικοί παράγοντες στη Μόσχα συζητούν ανοιχτά την επιβολή περιορισμών ακόμη και σε δημοφιλείς πλατφόρμες επικοινωνίας. Αξιωματούχοι έχουν εκφράσει την πρόθεση να απαγορεύσουν πλήρως το WhatsApp, την κρυπτογραφημένη εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων, κάτι που θα «κλείσει» μια ακόμη σημαντική ψηφιακή δίοδο επικοινωνίας για τους Ρώσους πολίτες.
Το συνολικό αποτέλεσμα όλων αυτών των μέτρων είναι η συρρίκνωση του χώρου της ανεξάρτητης πολιτικής αντιπολίτευσης και της κοινωνίας των πολιτών στη Ρωσία. Διεθνείς παρατηρητές ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγράφουν επανειλημμένα μια ελεύθερη πτώση των πολιτικών ελευθεριών και των αστικών δικαιωμάτων υπό την προεδρία του Vladimir Putin, ειδικά μετά την έναρξη του πολέμου. Η συστηματική εξάλειψη ανεξάρτητων οργανώσεων παρακολούθησης δημιουργεί τεράστια εμπόδια για οποιαδήποτε εξωτερική αξιολόγηση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα.