Μια εμπεριστατωμένη έρευνα του Ανωτάτου Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτυπώνει μια παντελώς δυσλειτουργική εικόνα για τον Δήμο Λεμεσού, φέρνοντας στο προσκήνιο μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα σπατάλης και οικονομικής αδιαφορίας που διατρέχει την τοπική αυτοδιοίκηση για διάφορα χρόνια. Η εξέταση, που κάλυψε τη λειτουργία του δήμου από το 2021 μέχρι τα μέσα του 2024, καταγράφει πληθώρα παραβιάσεων των κανόνων του δημοσίου και θέτει σοβαρά ερωτηματικά για τα μηχανισμούς ελέγχου και ευθύνης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι δημοτικές αρχές εφάρμοσαν αμφιβόλου νομιμότητας πρακτικές στη διαχείριση του προσωπικού, που πέρασαν καπάκι από τις κρατικές οδηγίες. Δεκαέξι υπάλληλοι τοποθετήθηκαν σε ατομικές κλίμακες αμοιβών, ανάμεσά τους και δώδεκα ημερομίσθιοι – που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε τέτοιες προβλέψεις. Η απόφαση αυτή είχε ληφεί, μάλιστα, ενώ υπήρχαν νομικές γνωμοδοτήσεις που προειδοποιούσαν ρητά τον δήμο. Παράλληλα, ανακαλύφθηκε ότι υπάλληλοι που είχαν προσληφθεί ως τροχονόμοι μετατέθηκαν μόνιμα σε άλλες υπηρεσίες με απόφαση απευθείας του δημάρχου ή του δημοτικού συμβουλίου, παρακάμπτοντας τις καθιερωμένες διαδικασίες.
Τα οικονομικά κενά δεν σταματούν, βέβαια, στις αμοιβές. Το έξοδο για υπερωρίες εκτινάχθηκε κατά 176% από το 2017, «πετώντας» από 492.000 ευρώ στα 1,359 εκατομμύρια. Η έγκριση των υπερωριών γινόταν χωρίς να επαληθεύεται αν όντως εργάστηκαν οι ώρες που δηλώνονταν, ανοίγοντας τον δρόμο για κατάχρηση. Ταυτόχρονα, τα επιδόματα προσωπικού αυξήθηκαν κατά 44% φτάνοντας τα 162.000 ευρώ το 2023, σε αντίθεση με τη νομοθεσία. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση ενός υψηλόβαθμου στελέχους των Τεχνικών Υπηρεσιών, ο οποίος εισέπραξε περίπου 100.000 ευρώ σε υπερωρίες, ενώ ταυτόχρονα… αγνοούσε συστηματικά την υποχρέωση χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης χρόνου.
Ο δήμος, από την πλευρά του, προσπαθεί να δικαιολογήσει αυτές τις πρακτικές, επικαλούμενος λειτουργικές ανάγκες λόγω της μακροχρόνιας απαγόρευσης πρόσληψης προσωπικού. Ισχυρίζεται ότι οι υπερωρίες ήταν απαραίτητες για να μην πάθουν ζημιά οι υπηρεσίες προς τον πολίτη. Οι ελεγκτές, ωστόσο, παραμένουν δύσπιστοι. Το ερώτημα που θέτουν είναι απλό: μπορεί η έλλειψη προσωπικού να εξηγεί την παντελή απουσία στοιχειωδών ελέγχων και την παράβαση κανόνων;
Αυτή η έκθεση ενισχύει τις προβληματισμούς που εκφράζονται εδώ και χρόνια για την ποιότητα διακυβέρνησης στον κυπριακό δημόσιο τομέα. Φαίνεται ότι το φανοστό χέρι της πολιτικής χειραφέτησης βασιλεύει στις δημοτικές προσλήψεις, με συνέπεια οι πολιτικές γνωριμίες να υπερισχύουν συχνά έναντι της αξιοκρατίας. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί το δημοτικό συμβούλιο επικύρωνε ενέργειες που σε κάθε λογικά οργανωμένο σύστημα θα είχαν προκαλέσει πειθαρχικές διαδικασίες.
Το Ανωτάτο Ελεγκτικό Συνέδριο ζήτησε από το Δήμο Λεμεσού να δώσει εξηγήσεις για όλες αυτές τις ανομαλίες μέχρι την 8η Δεκεμβρίου. Η υπόθεση της Λεμεσού έρχεται σε μια περίοδο που οι πολίτες γίνονται όλο και πιο ευαίσθητοι για το πώς διαχειρίζονται τα λεφτά τους οι φορολογούμενοι, ιδιαίτερα σε μια εποχή ακριβείας και οικονομικής αβεβαιότητας. Δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, δυστυχώς, αλλά το σύμπτωμα μιας ευρύτερης αδιαφορίας που χρήζει άμεσης θεραπείας.