Η ένταση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Βενεζουέλας έχει φτάσει σε νέα, ανησυχητικά επίπεδα, με την Ουάσινγκτον να κλιμακώνει την πίεση κατά της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο. Η πρόσφατη επιβολή ολοκληρωτικού αποκλεισμού στα πετρελαιοφόρα που πλέουν στα βενεζουελάνικα ύδατα, συνοδευόμενη από την κατάσχεση τουλάχιστον ενός πλοίου, αποτελεί μια ακόμη σφιχτή θηλιά στον λαιμό της πετρελαιοεξαρτώμενης οικονομίας της χώρας. Ο πρόεδρος Τραμπ, χαρακτηρίζοντας την κίνηση ως «απόλυτη και πλήρη» διακοπή των κυρωμένων αποστολών πετρελαίου, σηματοδοτεί μια σημαντική κλιμάκωση στην πολυετή εκστρατεία απομόνωσης της κυβέρνησης της Βενεζουέλας, την οποία οι ΗΠΑ θεωρούν παράνομη και υπαίτια για παράνομες δραστηριότητες.
Η ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, την οποία ο Τραμπ περιέγραψε ως «τη μεγαλύτερη αρμάδα που έχει συγκεντρωθεί ποτέ στην ιστορία της Νότιας Αμερικής», περιλαμβάνει πλέον ένα ισχυρό ναυτικό σώμα. Αυτή η ανάπτυξη, με επικεφαλής ένα αεροπλανοφόρο και ένα πυρηνικό υποβρύχιο, παρουσιάζεται επίσημα ως μέρος της προσπάθειας καταπολέμησης της διακίνησης ναρκωτικών. Ωστόσο, πληροφορίες αναφέρουν ότι από τον Σεπτέμβριο, οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν εμπλακεί σε θανατηφόρες επιθέσεις κατά φερόμενων σκαφών διακίνησης ναρκωτικών της Βενεζουέλας, με αποτέλεσμα τον θάνατο σχεδόν εκατό ατόμων. Αυτές οι ενέργειες, σε συνδυασμό με την κατάσχεση των πετρελαιοφόρων, υπογραμμίζουν μια στρατηγική άμεσης επέμβασης και οικονομικού εξαναγκασμού, προκαλώντας έντονες καταδίκες από το Καράκας ως «απειλές πολέμου» και «διεθνή πειρατεία».
Οι ιδεολογικές ρίζες αυτής της επιθετικής στάσης εκφράστηκαν με σαφήνεια από ανώτερο Αμερικανό αξιωματούχο, ο οποίος υποστήριξε ότι η βιομηχανία πετρελαίου της Βενεζουέλας είναι, στην ουσία, αμερικανική ιδιοκτησία. Αυτός ο ισχυρισμός πηγάζει από την ιστορική εμπλοκή αμερικανικών εταιρειών στην πρώιμη ανάπτυξη του κλάδου και πλαισιώνει την εθνικοποίηση των πετρελαϊκών πόρων της Βενεζουέλας, που χρονολογείται από το 1976 και εδραιώθηκε περαιτέρω το 2007 με την εθνικοποίηση των εναπομεινάντων ξένων έργων, ως ουσιαστική σφετερισμό αμερικανικών κεφαλαίων. Η ρητορική αυτή πλαισιώνει την τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ όχι απλώς ως απάντηση σε φερόμενες παρατυπίες της Βενεζουέλας, αλλά ως προσπάθεια ανάκτησης αυτού που θεωρείται κλεμμένος πλούτος, συνδέοντας άμεσα τα έσοδα από το πετρέλαιο του έθνους με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, της διακίνησης ναρκωτικών και της εμπορίας ανθρώπων.
Προσθέτοντας στην διπλωματική και οικονομική πίεση, ο πρόεδρος Τραμπ έχει ορίσει επίσημα την κυβέρνηση της Βενεζουέλας ως τρομοκρατική οργάνωση. Αυτή η κίνηση, παράλληλα με την επιβολή κυρώσεων στην κρατική εταιρεία πετρελαίου PDVSA το 2019, στοχεύει στο να αποκόψει κάθε εναπομείνασα οδό για το καθεστώς Μαδούρο ώστε να έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και να παράγει έσοδα. Η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων είναι αντικείμενο συνεχούς συζήτησης, με τις εξαγωγές πετρελαίου της Βενεζουέλας, την κύρια οικονομική της στήριξη, να αντιμετωπίζουν σημαντική διαταραχή.
Εν τω μεταξύ, εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, τα νομοθετικά σώματα έχουν έρθει αντιμέτωπα με τις μονομερείς ενέργειες του εκτελεστικού κλάδου. Οι νομοθέτες φέρονται να έχουν καταψηφίσει ψηφίσματα που επιδίωκαν να επιβάλουν περιορισμούς στην εξουσία του προέδρου Τραμπ όσον αφορά τη Βενεζουέλα, αφήνοντας ουσιαστικά την κυβέρνηση με ευρεία ευχέρεια να επιδιώξει την επιθετική της εξωτερική πολιτική. Αυτή η σύγκλιση διπλωματικής πίεσης, οικονομικών κυρώσεων και ανοιχτής στρατιωτικής επίδειξης δύναμης σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο στις σχέσεις ΗΠΑ-Βενεζουέλας, με βαθιές επιπτώσεις για την περιφερειακή σταθερότητα και το μέλλον του ζωτικού, αν και ταλαιπωρημένου, πετρελαϊκού τομέα της Βενεζουέλας.