Το παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο βρίσκεται σε μια περίοδο σεισμικών μετατοπίσεων, όπου οι γεωπολιτικές ρήξεις, οι τεράστιες επενδύσεις και οι αναθεωρημένες προβλέψεις ζωγραφίζουν ένα μέλλον τόσο περίπλοκο όσο και ανταγωνιστικό. Στο επίκεντρο αυτής της μεταμόρφωσης βρίσκεται ένα επικείμενο κύμα νέας παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), που αναμένεται να ανακατατάξει τις δυνάμεις της αγοράς. Παράλληλα, μαζικές επενδύσεις σε εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου επιβεβαιώνουν μια πρακτική αναγνώριση: η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να εκλείψει σύντομα.
Αυτές οι εξελίξεις διαδραματίζονται υπό το βλέμμα μιας στρατηγικής αποδέσμευσης, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει θεσμοθετήσει την απομάκρυνσή της από τις ρωσικές ενεργειακές προμήθειες μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Η στρατηγική αυτή αναδιαμορφώνει τους ενεργειακούς διαδρόμους, με τις ΗΠΑ να διαμορφώνουν ενεργά μια συνεκτική πολιτική για τη ΝΑ Ευρώπη και τη Μεσόγειο, αναδεικνύοντας την Ελλάδα σε βασικό εταίρο. Στο ίδιο μήκος κύματος, ένα κονσόρτιο με την Chevron στην κεφαλή εξασφάλισε τα δικαιώματα για οικόπεδα νότια της Κρήτης, ενώ η Ανατολική Μεσόγειος αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Η Κύπρος στοχεύει να εξάγει αέριο από το κοίτασμα «Κρόνος» στην Αίγυπτο έως τα τέλη του 2027, ενώ γίγαντες όπως η ExxonMobil και η Chevron διευρύνουν την παρουσία τους στα αιγυπτιακά υδάτινα. Η ίδια η Αίγυπτος ξεκινά ένα φιλόδοξο πρόγραμμα γεωτρήσεων 5,7 δισ. δολαρίων, με υποχρεώσεις δισεκατομμυρίων από την BP και την Eni.
Ο πιο άμεσος «σεισμός» όμως αναμένεται από την αγορά LNG. Η Διεθνής Ενεργειακή Υπηρεσία προβλέπει ένα πραγματικό «κύμα» νέας παραγωγικής ικανότητας που θα λειτουργήσει το 2025 και το 2026, διευρύνοντας την παγκόσμια προσφορά κατά εκπληκτικό 60% πριν το 2030. Αυτή η εισροή ωθεί ήδη σε μακροπρόθεσμες συμφωνίες, όπως η πρόσφατη συμφωνία 43 δισ. δολαρίων της Τουρκίας με αμερικανικούς προμηθευτές. Η McKinsey προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση για φυσικό αέριο θα συνεχίσει να αυξάνεται πάνω από το ένα τέταρτο μέχρι το 2050, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτή η νέα προσφορά θα βρει έτοιμη αγορά.
Εδώ έγκειται και το μεγάλο παράδοξο: η επερχόμενη αφθονία συνυπάρχει με προειδοποιήσεις για πιθανή έλλειψη. Η ExxonMobil προειδοποιεί ότι οι ετήσιες ρυθμοί υποβάθμισης των υφιστάμενων κοιτασμάτων μπορεί να επιταχυνθούν δραματικά χωρίς συνεχή επενδύσεις. Παράλληλα, ενώ ο ΟΠΕΚ+ έχει σηματοδοτήσει μια παύση στις αυξήσεις παραγωγής για το 2025, οι δικές του αναφορές συνεχίζουν να προβλέπουν ισχυρή ανάπτυξη της ζήτησης πετρελαίου μέχρι το 2026. Η ΔΕΥ εδράζει αυτή την άποψη, προβλέποντας ότι η κατανάλωση πετρελαίου θα φτάσει περίπου τα 113 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μέχρι το 2050, με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, των μεταφορών και της βιομηχανίας να υποστηρίζουν τη ζήτηση.
Οι επιπτώσεις είναι βαθιές. Η αγορά LNG αναμένεται να μετατραπεί από πλευράς πωλητή σε πλευράς αγοραστή, πιέζοντας τις τιμές και εντείνοντας τον ανταγωνισμό με νέες τεχνολογίες αποθήκευσης. Γεωπολιτικά, η Ανατολική Μεσόγειος αποκτά εκθετικά αυξανόμενη αξία. Ωστόσο, αυτή η συνεχιζόμενη δέσμευση στα υδρογονάνθρακα στενεύει τον δρόμο για την επίτευξη των παγκόσμιων κλιματικών στόχων. Όπως υποστηρίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος της ExxonMobil, Darren Woods, οποιαδήποτε πλεονάζουσα προσφορά πετρελαίου μπορεί να είναι ένα «βραχυπρόθεσμο ζήτημα». Η αγορά φαίνεται να συμφωνεί, με προβλέψεις να δείχνουν μια προσωρινή πτώση των τιμών πριν από την ανάκαμψη. Μια αναγνώριση που συμπυκνώνει την ταραχώδη, αλλά ακόμα μακριά από το τέλος της, πορεία της παγκόσμιας ενέργειας.