Μια ιατρική και ηθική κρίση ευρωπαϊκών διαστάσεων ξετυλίγεται αυτές τις μέρες, έχοντας ως επίκεντρο έναν μόνο δότη σπέρματος από τη Δανία. Το γενετικό του υλικό, που χρησιμοποιήθηκε σε κλινικές γονιμοποίησης για σχεδόν δύο δεκαετίες, κουβαλούσε μια θανατηφόρα κληρονομική προδιάθεση για καρκίνο, γεγονός που επηρεάζει δεκάδες οικογένειες και ρίχνει σκληρό φως στις τρύπες του διεθνούς συστήματος ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ο δότης, ένας πρώην φοιτητής, παρείχε δείγματα στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Σπέρματος (ESB) από το 2005. Για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, οι δωρεές του διανεμήθηκαν σε δεκατέσσερις τουλάχιστον χώρες, μεταξύ των οποίων η Κύπρος και η Ελλάδα. Κάτω από την επιφάνεια όμως, κρυβόταν μια τραγική ειρωνεία της φύσης: ο άνδρας ήταν φορέας μιας μεταλλάξης στο γονίδιο TP53, που προκαλεί το σύνδρομο Li-Fraumeni – μια κατάσταση που φέρνει κίνδυνο άνω του 90% να εμφανιστεί καρκίνος στη διάρκεια της ζωής. Το χειρότερο; Η μετάλλαξη ήταν παρόν μόνο σε ένα μέρος του σπέρματός του (φαινόμενο «ψηφιδωτότητας»), αφήνοντας τα υπόλοιπα κύτταρά του ανεπηρέαστα και επιτρέποντάς του να περάσει απαρατήρητος από τα τυπικά ιατρικά τεστ.
Η έκταση του δράματος άρχισε να ξεσκεπάζεται την άνοιξη του 2023. Διεθνής δημοσιογραφική έρευνα αποκάλυψε ότι από 67 παιδιά που έχουν ταυτοποιηθεί, 23 κληρονόμησαν τη μεταλλαγή. Δέκα από αυτά έχουν ήδη διαγνωστεί με καρκίνο, με κάποια να έχουν αντιμετωπίσει πολλαπλούς καρκίνους και, πιο τραγικά, κάποια να έχουν ήδη χαθεί σε νεαρή ηλικία. «Έχουμε πολλά παιδιά που έχουν ήδη εμφανίσει καρκίνο», δήλωσε η δρ Edwige Kasper, γενετιστής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ρουέν. Τα λόγια της είναι στιγματισμένα από τη βαρύτητα της τραγωδίας.
Η διαχείριση της υπόθεσης από την Τράπεζα Σπέρματος βρίσκεται στο στόχαστρο. Παρότι ο δότης ανεστάλη προσωρινά το 2020 μετά από μια πρώτη αναφορά, επανεντάχθηκε στο σύστημα. Η μοιραία μετάλλαξη εντοπίστηκε οριστικά μόλις το 2023, μετά από πιο εξειδικευμένη γενετική εξέταση, οδηγώντας στην οριστική του απόκλειση. Αυτή η χρονολογική ακολουθία εγείρει βαριές ερωτήματα για την επάρκεια των προγραμμάτων ελέγχου και τα πρωτόκολλα δράσης στον χώρο.
Εδώ η Κύπρος παρουσιάζει μια ιδιαίτερη περίπτωση. Λόγω της αυστηρής εθνικής νομοθεσίας, που περιορίζει τη χρήση ενός δότη σε μία μόνο οικογένεια, **δεν γεννήθηκαν παιδιά στο νησί από τον συγκεκριμένο δότη**. Αυτή η διαφορά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπογραμμίζει το χαώδη και κατακερματισμένο τοπίο κανονισμών που διέπουν την αναπαραγωγική ιατρία στην ήπειρό μας.
Για τις πληγείσες οικογένειες, η αποκάλυψη είναι συντριπτική. Τα παιδιά που κληρονόμησαν το γονίδιο αντιμετωπίζουν ένα μέλλον γεμάτο ιατρική παρακολούθηση και το στενόχωρο βάρος μιας δια βίου απειλής. Το σκάνδαλο αυτό ανοίγει ξανά επίκαιρες συζητήσεις: για την ανάγκη εφαρμογής εις βάθος γενετικών ελέγχων στους δότες, για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού διεθνούς μηχανισμού παρακολούθησης και ειδοποίησης, και για τα ηθικά όρια στον αριθμό των παιδιών που μπορεί να πατέρας ένας δότης.
Ενώ οι αρχές προσπαθούν να εντοπίσουν όλες τις πιθανώς επηρεασμένες οικογένειες, αυτή η υπόθεση παραμένει ως ένα πικρό μάθημα. Δείχνει με τραγικό τρόπο πώς οι απρόβλεπτες συνέπειες της γονιδιακής μας φύσης μπορούν να διασταυρωθούν με εμπορικά μοντέλα και τον ανθρώπινο πόθο για παιδιά, αφήνοντας πίσω τους ένα ίχνος πόνου και αβεβαιότητας.