Η Γαλλία βρίσκεται, για μία ακόμη φορά, στο επίκεντρο ενός καυτού πολιτισμικού πολέμου, όπου η γλώσσα, η βία και η πολιτική συναντώνται σε μια εκρηκτική μίξη. Ο πυρήνας της έκτης κρίσης; Μια ιδιωτική παρατήρηση της πρώτης κυρίας, Μπριζίτ Μακρόν, η οποία – καταγραφόμενη κρυφά – ξέσπασε σαν πυρπολητήριο στο δημόσιο λόγο, αναζωπυρώνοντας με τρόπο άνευ προηγουμένου το διάλογο για τη σεξουαλική βία και τα όρια της διαμαρτυρίας.
Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στο θρυλικό θέατρο Folies Bergère, όπου ο ηθοποιός-κωμικός Ary Abittan έδινε παράσταση. Η παρουσία του Abittan ήταν από μόνη της προκλητική, καθώς ο καλλιτέχνης έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για βιασμό (έρευνα που αρχειοθετήθηκε χωρίς δίωξη). Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, μέλη του φεμινιστικού συλλογικού «Nous Toutes» διέκοψαν την παράσταση, φορώντας μάσκες με την εικόνα του κωμικού και τη λέξη «βιαστής».
Η κρίση όμως πήρε τις διαστάσεις της την επόμενη μέρα. Παρασκηνιακά, και χωρίς να γνωρίζει ότι ηχογραφείται, η Μπριζίτ Μακρόν προσπάθησε να καθησυχάσει τον Abittan. Οι λέξεις της όμως ήταν πυρίνες: «Αν υπάρχουν καμιά **βλάκα**, τις διώχνουμε». Μόλις το βίντεο έγινε δημόσιο, η αντίδραση ήταν άμεση και σφοδρή. Το Ελυσείο, σε προσπάθεια ζημιογράφησης, εξήγησε ότι η πρώτη κυρία αντιτείθεται όχι στο αίτημα, αλλά στη «ριζοσπαστική μέθοδο» των διαδηλωτών, που κατά την άποψή της στραγγαλίζει την καλλιτεχνική έκφραση.
Οι εξηγήσεις όμως απέβησαν μάταιοι. Αντί να σβήσουν τη φωτιά, τη φούντωσαν. Η προσβλητική λέξη μετατράπηκε αμέσως σε σύνθημα αγώνα. To hashtag **#salesconnes** (οι βλάκες) σάρωσε τα κοινωνικά δίκτυα, μεταμορφωμένο σε βαλτό τιμητικής διάκρισης από χιλιάδες γυναίκες. Σημαντικές φωνές του γαλλικού πολιτισμού τάχθηκαν δημόσια με το πλευρό των διαδηλωτών. Η ηθοποιός και σκηνοθέτις Ζυντίτ Γκοντρές, μια από τις κύριες φιγούρες του γαλλικού #MeToo, δήλωσε: «Είμαι μία από αυτές τις ‘βλάκες’». Η συμπαράστασή της, μαζί με άλλες καλλιτεχνίες, δείχνει ένα ευρύ πολιτισμικό μέτωπο απέναντι σε μια αντιμετώπιση που θεωρούν απαξιωτική.
Το επεισόδιο δεν είναι απλώς ένα γκάφα προσωπικότητας. Είναι το **σύμπτωμα μιας βαθύτερης ρήξης** στην γαλλική κοινωνία. Αφήνει να εννοηθεί η απόσταση ανάμεσα στις θεσμικές αντιδράσεις για τη σεξουαλική βία και στον οξύ, αμέσως δικαίου που απαιτούν τα κινήματα. Ταυτόχρονα, θέτει δίλημμα για τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κρατικοί άρχοντες όταν απευθύνονται σε κοινωνικά κινήματα: μια γλώσσα που, στην προκειμένη, φάνηκε να θυμίζει περισσότερο προστριβή καφενείου παρά προσεγμένο πολιτικό λόγο.
Στην ουσία, η φράση της Μπριζίτ Μακρόν λειτούργησε σαν φακός. Φωτίζει την ένταση μεταξύ της επίσημης νομιμοφροσύνης και της λαϊκής αγανάκτησης, μεταξύ της λογικής των θεσμών και της άμεσης δράσης. Και ενώ το Παλάτι του Ελυσίου ελπίζει η καταιγίδα να περάσει, το σύνθημα που εκτόξευσε – κατά λάθος – η πρώτη κυρία, συνεχίζει να αντηχεί, υπενθυμίζοντας ότι στον πόλεμο για την ισότητα, ακόμη και οι δυσφημίες μπορούν να γίνουν σύνθημα μάχης.