Σε μια στροφή 180 μοιρών που θυμίζει κλασικό αμερικανικό θρίλερ τεχνολογικού-γεωπολιτικού σασπένς, οι Ηνωμένες Πολιτείες άνοιξαν ξαφνικά την «παρθένα ζώνη». Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι επιτρέπει την εξαγωγή των υπερσύγχρονων τσιπ Νευροϋπολογιστών H200 της Nvidia προς την Κίνα, ανατρέποντας τις αυστηρές απαγορεύσεις της προηγούμενης διοίκησης Μπάιντεν. Η απόφαση, που παρουσιάζεται ως ισορροπία μεταξύ εθνικής ασφάλειας και εμπορίου, έχει ήδη αναζωπυρώσει την ηθικοπολιτική φωτιά: που τελειώνει η τεχνολογία και που αρχίζει ο στρατηγικός κίνδυνος;
Το σκηνικό είναι γνωστό: η Ουάσινγκτον, φοβούμενη ότι τα «εγκεφάλικά» τσιπ τροφοδοτούν την κινεζική στρατιωτική και επιτήρηση AI, είχε κλείσει την πύλη. Η Nvidia, γιγαντιαίος παίκτης του χώρου, είχε φτιάξει ειδικά για την κινεζική αγορά ένα «κατευνασμένο» τσιπ, το H20. Όταν και αυτό απαγορεύτηκε νωρίτερα φέτος, το παιχνίδι φαινόταν λήξει. Η νέα πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: η πύλη ανοίγει ξανά, αλλά για το πολύ πιο ισχυρό H200, με όρους που θυμίζουν συμφωνία σε φάση «εμείς δίνουμε την τεχνογνωσία, εσείς πληρώνετε… και με το παραπάνω».
Κεντρικός ρόλος σε αυτή τη διαπραγμάτευση είχε ο «απόστολος» της τεχνητής νοημοσύνης και CEO της Nvidia, Τζένσεν Χουάνγκ. Με μήνες λόμπινγκ και συναντήσεις κορυφής με τον ίδιο τον Τραμπ – η τελευταία λίγο πριν την ανακοίνωση – κατάφερε να γυρίσει το φακό. Η ανταλλαγή όμως δεν ήταν απλή. Από τη μία, η αμερικανική κυβέρνηση θα εισπράττει πλέον το 25% των εσόδων από αυτές τις πωλήσεις προς την Κίνα, ένα «τέλος ασφαλείας» που ανεβαίνει από το προηγούμενο 15%. Ο Τραμπ μίλησε για επέκταση του μοντέλου και σε άλλους ημιαγωγούς, όπως την AMD και την Intel. Από την άλλη, ο Χουάνγκ δεσμεύτηκε για μια γιγαντιαία επένδυση 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε υποδομές AI στις ΗΠΑ, μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Μια συμφωνία, λοιπόν, που φέρνει στο μυαλό την παλιά ρήση: «Τα λεφτά πάνε και έρχονται, η γη μένει».
Η αντίδραση από την αντιπολίτευση ήταν άμεση και δηκτική. Δημοκρατικοί γερουσιαστές, με την Ελίζαμπεθ Γουόρεν και τον Άντι Κιμ να παίρνουν την πρωτοβουλία, καταφέρθηκαν κατά της απόφασης. Σε επίσημη επιστολή κατηγορούν την κυβέρνηση ότι «αγνοεί τη γνώμη διμερών μελών του Κογκρέσου και των ίδιων των ειδικών της» και προειδοποιούν ότι οι πωλήσεις «ρίχνουν βενζίνη στη φωτιά» της κινεζικής επιτήρησης, λογοκρισίας και στρατιωτικών εφαρμογών. Για αυτούς, το εμπόριο προηγμένης τεχνολογίας για έσοδα είναι μια επικίνδυνη συμβιβαστική λύση που θυσιάζει μακροπρόθεσμα συμφέροντα ασφαλείας.
Στο επίπεδο της παγκόσμιας τεχνολογικής πλατείας, η κίνηση αναμένεται να αλλάξει δραματικά το τοπίο. Κινεζικές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης, όπως η DeepSeek, που μέχρι χθες έπρεπε να βελτιστοποιούν το λογισμικό τους για να τρέξει σε περιορισμένο υλικό, τώρα μπορούν να ονειρεύονται πρόσβαση σε απίστευτη υπολογιστική δύναμη. Αυτό μπορεί να επιταχύνει δραματικά τον ανταγωνισμό και να ρίξει το κόστος ανάπτυξης AI παγκοσμίως. Ανοίγει όμως και το μεγάλο δίλημμα: πώς διατηρείς την τεχνολογική σου ηγεμονία χωρίς να τροφοδοτείς άθελά σου τον ανταγωνιστή που θέλει να σε ξεπεράσει; Το Τμήμα Εμπορίου ολοκληρώνει τώρα τα τελευταία στοιχεία του νέου πλαισίου εξαγωγών, αναλαμβάνοντας το δύσκολο έργο να εφαρμόσει αυτήν την ευαίσθητη και αμφιλεγόμενη νέα ισορροπία. Το παιχνίδι της υψηλής τεχνολογίας μπήκε σε νέα, απρόβλεπτη φάση.