Σε μια στροφή 180 μοιρών που θυμίζει γεωπολιτικό θρίλερ, η διοίκηση Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα επιτρέψει στην Nvidia να εξάγει τα υπερσύγχρονα τσιπ AI, H200, σε εγκεκριμένους πελάτες στην Κίνα. Η απόφαση, κοινοποιημένη απευθείας από τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ στον Σι Τζινπίνγκ, αποτελεί ξέσπασμα στο δίκτυο περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβληθεί λόγω εθνικών ασφαλειστικών ανησυχιών. Το γεγονός έχει ήδη αναθέρμανει το πολιτικό κλίμα στην Ουάσινγκτον, χωρίζοντας τους υποστηρικτές της οικονομικής ανταγωνιστικότητας από τους προφήτες της στρατηγικής προφύλαξης.
Το σκηνικό είναι γνωστό: μια «ψυχρή τεχνολογική σύρραξη», όπου η προηγούμενη διοίκηση, φοβούμενη ότι η αιχμή του AI θα τροφοδοτήσει τον κινεζικό στρατιωτικό μηχανισμό και το σύστημα μαζικής παρακολούθησης, έκλεισε τις βαλβίδες. Η Nvidia αναγκάστηκε να σχεδιάσει «κατάντη» εκδόσεις, όπως το H20, για την κινεζική αγορά, μόνο για να δει και αυτό να απαγορεύεται πριν από ένα χρόνο. Η νέα πολιτική φαίνεται να αντιστρέφει τη λογική: προτεραιότητα έχει πλέον η οικονομική δραστηριότητα και η στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας έναντι της αυστηρής απομόνωσης.
Ο Πρόεδρος Τραμπ παρουσίασε την κίνηση ως καθαρό κέρδος για τα αμερικανικά συμφέροντα. «Αυτή η πολιτική θα στηρίξει Αμερικανικές Θέσεις Εργασίας, θα ενισχύσει την Αμερικανική Βιομηχανία και θα ωφελήσει τον Αμερικανό Φορολογούμενο», δήλωσε. Το πιο ιδιαίτερο – και επισφαλές – σημείο της συμφωνίας είναι η οικονομική της διάσταση: το 25% των εσόδων από αυτές τις πωλήσεις θα πηγαίνει απευθείας στο Δημόσιο Ταμείο των ΗΠΑ, ένα βήμα πέρα από τον προηγούμενο φόρο 15%. Το Υπουργείο Εμπορίου θα καθορίσει τους όρους, ώστε οι εξαγωγές να γίνονται μόνο σε εξακριβωμένες οντότητες, με διατάξεις που ισχυρίζονται ότι διασφαλίζουν την ασφάλεια.
Η ανακοίνωση έκανε αμέσως αισθητή την παρουσία της στις αγορές, με τις μετοχές της Nvidia να ανεβαίνουν πάνω από 2% στο after-hours trading. Η εταιρεία χαιρέτισε την αλλαγή, μιλώντας για μια «στοχαστική ισορροπία» που διατηρεί την παραγωγή και τις θέσεις εργασίας υψηλής τεχνολογίας εντός των ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά όμως, η πολιτική αντίθεση είναι έντονη. Δημοκρατικοί γερουσιαστές, όπως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν και ο Άντι Κιμ, προειδοποιούν με συνήγορο του έκπληκτου: η προμήθεια τέτοιας τεχνολογίας, λένε, είναι ουσιαστικά μια συνταγή για να επιταχυνθεί η κινεζική τεχνολογική υπεροχή στον τομέα της επιτήρησης, του στρατού και της λογοκρισίας. Κυνικά, καταδικάζουν την ανταλλαγή μακροπρόθεσμης ασφάλειας για βραχυπρόθεσμα έσοδα.
Το ερώτημα που κρέμεται στον αέρα είναι απλό και ταυτόχρονα δαιμονίως πολύπλοκο: αυτή η στρατηγική ελιγμός αποτελεί την αρχή μιας ευρύτερης *detente* στον ημιαγωγικό πόλεμο, ή είναι απλώς ένα επίπεδο ακόμη στην πολυσέλιδη ιστορία της τεχνολογικής υπεροχής; Η απάντηση θα δοθεί σταδιακά, καθώς το Υπουργείο Εμπορίου θα δώσει μορφή στους κανόνες. Σίγουρα, η απόφαση ξεδιπλώνει ένα νέο κεφάλαιο στη διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας, όπου τα τσιπ έχουν γίνει το νέο πετρέλαιο – και το παιχνίδι μόλις έγινε ακόμη πιο πολύπλοκο.