Ο βίαιος θάνατος του Γιάσερ Αμπού Σαμπάμπ, του ηγέτη των Λαϊκών Δυνάμεων, αποτελεί πολύ περισσότερο από μια ακόμη τραγική είδηση από τη Γάζα. Είναι η εκδήλωση μιας βαθιάς, δολοφονικής ρήξης που σχίζει την πολιτική και φυλετική υφή της πολιορκημένης Λωρίδας, και ταυτόχρονα, μια δυσάρεστη μαρτυρία για την αποτύχια της ισραηλινής τακτικής να δημιουργήσει «τοπικούς συμμάχους» εναντίον της Χαμάς.
Ο Αμπού Σαμπάμπ, νεαρός άνδρας της φυλής Ταραμπίν από το νότιο τμήμα της Γάζας, αναδείχθηκε στα χάος του πολέμου. Έχοντας φυλακιστεί στο παρελθόν από παλαιστινιακές αρχές, κατάφερε να δραπετεύσει και να συγκροτήσει γρήγορα μια ένοπλη ομάδα, τις «Λαϊκές Δυνάμεις». Η ομάδα του, που δρούσε σε περιοχές υπό ισραηλινό έλεγχο κοντά στο Ραφάχ, έγινε το πιο ορατό «παιχνίδι» σε μια επικίνδυνη στρατηγική: η Ιερουσαλήμ, όπως επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Νετανιάχου, άρχισε να οπλίζει παλαιστινιακές φατρίες και φυλές που αντιτίθενται στην εξουσία της Χαμάς. Ο Αμπού Σαμπάμπ ήταν, κατά πολλούς, ο κύριος δικαιούχος.
Η δολοφονία του, ωστόσο, έριξε φως στα εύθραυστα θεμέλια αυτής της συμμαχίας. Τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατό του είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι από αντικρουόμενες αφηγήσεις. Οι ίδιες οι Λαϊκές Δυνάμεις ισχυρίζονται ότι πυροβολήθηκε ενώ μεσίτευε σε μια οικογενειακή διαμάχη. Η φυλή Ταραμπίν, σε μια σύντομη ανακοίνωση, μίλησε για «το τέλος μιας σκοτεινής σελίδας», σε μια φράση γεμάτη υπονοούμενα για προδοσία και εσωτερική διακανονισμό. Από την πλευρά της, η Χαμάς δεν έκρυψε την ευχαρίστησή της, μιλώντας για την «ανυπόφευκτη μοίρα όσων προδίδουν τον λαό και την πατρίδα τους και ικανοποιούνται να είναι εργαλεία στα χέρια της κατοχής», χωρίς όμως να αναλάβει άμεσα την ευθύνη.
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως στοιχείο αυτής της σύγχυσης ήταν η αναφορά του Ισραηλινού Στρατιωτικού Ραδιοφώνου ότι ο Αμπού Σαμπάμπ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σορόκα στο Μπερ Σεβά, μια πληροφορία που το ίδιο το νοσοκομείο αρνήθηκε κατηγορηματικά. Αυτή η διαφωνία είναι συμβολική: κανείς δεν θέλει να αναλαμβάνει δημόσια την «ιδιοκτησία» αυτού του θανάτου.
Η υπόθεση Αμπού Σαμπάμπ αποκαλύπτει με τραγικό τρόπο τα όρια και τους κινδύνους της ισραηλινής προσέγγισης. Η υποστήριξη τοπικών, ανταγωνιστικών της Χαμάς, ένοπλων ομάδων μπορεί να φαίνεται ως μια τακτική «διαίρει και βασίλευε», αλλά στην πράξη αναδεικνύει έναν μίνι-πόλεμο όλων εναντίον όλων. Δημιουργεί ισχυρές, αυτόνομες και απρόβλεπτες πολιτοφυλακές, ενισχύει παλιές φυλετικές έχθρες και οδηγεί σε ένα περιβάλλον όπου η βία μπορεί να εκραγεί από οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ο θάνατος του ηγέτη των Λαϊκών Δυνάμεων είναι μια υπενθύμιση ότι σε αυτό το σκοτεινό πεδίο της «χαμηλής έντασης», οι συμμαχίες είναι εφήμερες και η μοίρα ενός «συντρόφου» μπορεί να κριθεί εξίσου από έναν αντίπαλο της Χαμάς, από έναν εσωτερικό του αντίπαλο, ή ακόμη και από τους ίδιους τους Ισραηλινούς, αν σταματήσει να είναι χρήσιμος.
Το ερώτημα που μένει τώρα είναι κατά πόσο οι οπαδοί του θα συνεχίσουν το μονοπάτι του και πόσοι άλλοι φυλάρχοι, βλέποντας το τέλος του Αμπού Σαμπάμπ, θα διστάσουν να παίξουν το ίδιο παιχνίδι. Για την Γάζα, η συγκεκριμένη δολοφονία δεν είναι απλώς ένα επεισόδιο. Είναι ένα προειδοποιητικό σήμα για το βαθύτερο χάος που μπορεί να ακολουθήσει, όπου η πραγματική μάχη για την εξουσία μπορεί να ξεσπάσει ακόμη και *μετά* το τέλος των επίσημων εχθροπραξιών.