Σε μια απότομη κίνηση που ακολουθεί κριτική από τη βουλή, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας τερμάτισε μια πρόσφατη και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη πρακτική στα περάσματα της Πράσινης Γραμμής. Η πρακτική, που διαχώριζε φυσικά τους Ελληνοκύπριους από τους Τουρκοκύπριους σε ξεχωριστές ουρές ελέγχου, αποσύρθηκε μετά από επίσημο αίτημα της βουλευτή Αλεξάνδρας Ατταλίδου, η οποία την κατέκρινε ως διακριτική, νομικά αμφίβολη και αναζωπυρωτική των εντάσεων.
Η υπόθεση, που μοιάζει να βγάζει άκρη πριν καλά καλά γίνει θέμα, αποκαλύπτει όμως τις βαθιές ρωγμές και την ευαισθησία κάθε πράξης στη διχασμένη νήσο. Κατά τη δήλωση της κυβέρνησης, η διάκριση στις ουρές εφαρμόστηκε για «εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα» και με μοναδικό σκοπό τη διευκόλυνση των υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών στον έλεγχο της καταγωγής των διαβαινόντων. Μια «διοικητική» λύση, λοιπόν, που όμως μετατράπηκε αμέσως σε πολιτικό και συμβολικό σύνθημα.
Η βουλευτής Ατταλίδου δεν το πήρε απόφαση. Στο επίκεντρο της επίσημης ερώτησής της τοποθέτησε το ζήτημα της νομιμότητας, υποστηρίζοντας ότι η πρακτική πιθανόν να παραβίαζε τόσο το Σύνταγμα της Κύπρου (Άρθρο 28) όσο και θεμελιώδεις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ισότητα και τη μη διάκριση. «Η διάταξη έθετε νόμιμα ερωτήματα σχετικά με τη συμμόρφωση», δήλωσε χαρακτηριστικά, αγγίζοντας το πυρήνα του προβλήματος: στην Κύπρο, καμία πράξη δεν είναι ποτέ μόνο διοικητική.
Η άμεση απόκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Μάριου Χαρσιώτη, με την επιβεβαίωση της κατάργησης, δείχνει το βάρος των επιχειρημάτων. Παρά την υπεράσπιση της πρόθεσης, η κυβέρνηση φαίνεται να κατέλαβε ότι το κόστος της συνέχισης μιας τέτοιας οπτικά χωριστικής ρύθμισης ήταν πολύ μεγάλο. Για πολλούς Τουρκοκύπριους, η πρακτική ερμηνεύτηκε ως ενέργεια με κρυφές ατζέντες και όχι ως ουδέτερη διαδικασία, ενισχύοντας την καχυποψία και την αίσθηση διαφορετικής μεταχείρισης.
Το επεισόδιο αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Πράσινης Γραμμής, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του Κανονισμού της, θέτει τους όρους διελεύσεως. Η απόφαση για φυσικό διαχωρισμό εισήγαγε μια διάκριση που δεν προβλέπεται από τους ευρωπαϊκούς κανόνες, θέτοντας και ζητήματα συμμόρφωσης υπό την επίβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Συνολικά, πρόκειται για μια διδάσκουσα ιστορία. Δείχνει πώς, σε ένα μετα-συρραγμένο περιβάλλον, ακόμη και οι πιο «τεχνικές» αποφάσεις μεταφέρουν βαθύτατο πολιτικό και ψυχολογικό βάρος. Η άρση των ξεχωριστών ουρών μπορεί να έληξε ένα άμεσο προβληματισμό, αλλά ουδέποτε μπορεί να σβήσει την αλήθεια που ξεβγάζει: στη Κύπρο, το να διασχίσεις ένα περάσμα δεν είναι ποτέ απλή διαδικασία. Είναι μια πράξη γεμάτη ιστορία, ταυτότητα και την αδιάκοπη αναζήτηση για μια πραγματική ισότητα, που παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής λύσης.