Σε μια σπάνια, για τα κυπριακά δεδομένα, έκβαση, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει δραματικά και να δεχτεί την ουσιαστική κατάργηση του αμφιλεγόμενου νόμου για τις διαδηλώσεις. Η απόφαση αυτή ήρθε μετά από κατακραυγή εντός και εκτός συνόρων και ένα καταλυτικό γνωμοδότηση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), που άφησε ανυπεράσπιστο το νομοσχέδιο.
Ο νόμος, που ψηφίστηκε τον Ιούλιο σε ένα κλίμα κοινωνικού άγχους μετά από μεμονωμένα επεισόδια, είχε μετατρέψει αμέσως τη δημοκρατική διαμαρτυρία σε υπόθεση αστυνομικής διακριτικής ευχέρειας. Οι ασαφείς διατάξεις του, που επέτρεπαν, μεταξύ άλλων, στην αστυνομία να διατάζει την αφαίρεση προστατευτικών προσώπων κατά βούληση, προκάλεσαν την ορθά δικαιολογημένη αντίδραση της αντιπολίτευσης, των νομικών και της κοινωνίας των πολιτών. Η κριτική, ωστόσο, αποκτούσε παγκόσμια βαρύτητα τον Σεπτέμβριο, όταν το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΑΣΕ εξέδωσε επίσημη γνωμάτευση. Το συμπέρασμα ήταν βαρύ: ο νόμος παραβίαζε διεθνείς προτύπια και δημιουργούσε ένα «ψυχρό κλίμα» για το συνταγματικό δικαίωμα της ειρηνικής συγκέντρωσης.
Στο επίκεντρο της κοινοβουλευτικής αντεπίθεσης βρέθηκε η βουλευτίδα του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδη, που είχε ζητήσει ο ίδιος ο ΟΑΣΕ να αξιολογήσει το νομοσχέδιο. Με βάση τις συγκεκριμένες προτάσεις του οργανισμού, κατάρτισε ένα ολοκληρωμένο τροποποιητικό. Παράλληλα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπό τον Μάριο Χαρσιώτη, είχε αρχίσει – υπό το βάρος της ίδιας διεθνούς κριτικής – τη δική του διαδικασία αναθεώρησης. Και τότε ήρθε η έκπληξη: στη συνεδρίαση της Επιτροπής Νομικών, η εκπρόσωπος του υπουργείου, Φαίδρα Γρηγορίου, αναγνώρισε ότι το κείμενό τους «μοιάζει αρκετά» με το νομοσχέδιο της Χαραλαμπίδη, με συντακτική συγγένεια που ξεπερνά το 70%. «Έχουμε ουσιαστική συμφωνία», δήλωσε ο πρόεδρος της επιτροπής, Νίκος Τορναρίτης.
Οι βασικές αλλαγές είναι σημαντικές. Η αυθαίρετη διαταγή αφαίρεσης προστατευτικών προσώπων τώρα θα επιτρέπεται μόνο αν κάποιος διαπράττει βία που απειλεί ζωές ή περιουσία. Οι διοργανωτές των συγκεντρώσεων απαλλάσσονται ρητά από ποινική ευθύνη. Παραμένουν κάποια σημεία τριβής, όπως η διατύπωση των όρων «δημόσια τάξη» και «δημόσια ηθική», που το υπουργείο επιθυμεί να παραμείνουν. Ωστόσο, η ροή είναι ξεκάθαρη: ο νόμος θα ξαναγραφεί από την αρχή, παραμερίζοντας και την πρόταση άρσης του άρθρου από άλλα στελέχη του ΑΚΕΛ.
Η υπόθεση αυτή είναι διδακτική. Δείχνει πώς η διεθνής παρακολούθηση μπορεί να λειτουργήσει ως έσχατος προστάτης των δημοκρατικών θεσμών. Ταυτόχρονα, αποτελεί και μια ντροπιαστική υπενθύμιση των κινδύνων που ελλοχεύουν όταν μια κυβέρνηση, υπό το πνεύμα μιας παροδικής κρίσης, επιδιώκει να «κλειδώσει» τη δημόσια σφαίρα με βιαστικά και αυταρχικά νομοσχέδια. Η υποχώρηση είναι νίκη για τις πολιτικές ελευθερίες, αλλά και μια τρανή απόδειξη πολιτικής αποτυχίας.