Η Λευκωσία, μαζί με δεκαοκτώ ακόμη ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ασκεί πιέσεις στις Βρυξέλλες για τη δημιουργία κέντρων επεξεργασίας αιτημάτων ασύλου και επιστροφής μεταναστών σε τρίτες χώρες, εκτός των συνόρων της Ένωσης. Αυτή η πρωτοβουλία, παρόλο που δεν περιλαμβάνεται στην επίσημη ατζέντα της επικείμενης Συνόδου Κορυφής, σηματοδοτεί μια νέα, πιο "εξωστρεφή" προσέγγιση στη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος.
Σε μια κίνηση που αποτυπώνει τη δυσφορία και την επιτακτική ανάγκη για αποτελεσματικότερες λύσεις, η Κύπρος, η Ελλάδα και άλλες 17 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέστειλαν ένα κοινό γράμμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ζητούν την επιτάχυνση της εφαρμογής των υφιστάμενων οδηγιών για τις επιστροφές μεταναστών και τη δημιουργία ενός ισχυρότερου νομικού και χρηματοδοτικού πλαισίου για τη λειτουργία κέντρων εκτός ΕΕ. Η πρωτοβουλία αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς προέρχεται από χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μεταναστευτικής πίεσης, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα, οι οποίες σηκώνουν δυσανάλογο βάρος λόγω της γεωγραφικής τους θέσης.
Η κεντρική ιδέα επικεντρώνεται στη δημιουργία "κόμβων επιστροφής" σε "τρίτες χώρες", δηλαδή σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα κέντρα θα λειτουργούν ως χώροι επεξεργασίας για άτομα που κρίνονται μη δικαιούχα ασύλου, διευκολύνοντας έτσι την επιστροφή τους στις χώρες καταγωγής ή διέλευσής τους. Οι υπογράφουσες χώρες ζητούν από την Επιτροπή να επιταχύνει τις διαδικασίες για την αναγνώριση ασφαλών τρίτων χωρών και τη δημιουργία του απαραίτητου νομικού πλαισίου. Παράλληλα, απαιτούν σαφή χρηματοδοτική στρατηγική από την ΕΕ για την υλοποίηση αυτών των φιλόδοξων σχεδίων.
Οι υπουργοί των εν λόγω χωρών προτείνουν μια πιο δομημένη συνεργασία με αυτές τις τρίτες χώρες, η οποία θα εκτείνεται πέρα από τη λειτουργία των κέντρων επιστροφής, περιλαμβάνοντας και δράσεις για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της παράτυπης μετανάστευσης. Η πρόταση ζητά από την Επιτροπή να παράσχει σαφείς οδηγίες για το πώς τα τρέχοντα και μελλοντικά χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ μπορούν να αξιοποιηθούν για τη χρηματοδότηση αυτών των κέντρων, τηρώντας αυστηρά τους δημοσιονομικούς κανονισμούς.
Η κίνηση αυτή υπογραμμίζει την αυξανόμενη συναίνεση σε ένα σημαντικό τμήμα των κρατών-μελών της ΕΕ υπέρ μιας εξωτερικευμένης προσέγγισης στη διαχείριση της μετανάστευσης. Φυσικά, η επιτυχία μιας τέτοιας στρατηγικής θα εξαρτηθεί από την προθυμία και την ικανότητα των τρίτων χωρών να συνεργαστούν, καθώς και από την ικανότητα της ΕΕ να ξεπεράσει πιθανές νομικές δυσκολίες. Η πρόσφατη εμπειρία της Ιταλίας με τα κέντρα μεταναστών στην Αλβανία, τα οποία αντιμετωπίζουν νομικές προκλήσεις, αποτελεί μια χαρακτηριστική υπενθύμιση των εμποδίων που μπορεί να προκύψουν. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ένωση γενικότερα μπορούν να χαράξουν έναν κοινό δρόμο σε αυτό το ακανθώδες, αλλά επιτακτικό ζήτημα.