Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπένιαμιν Νετανιάχου, έχει επιλέξει να παραμείνει δημόσια σιωπηλός αναφορικά με την αμερικανική πρόταση για την προμήθεια προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία. Αυτή η προσεκτικά μετρημένη στάση, η οποία παρατηρείται εδώ και σχεδόν έναν χρόνο, δεν αποτελεί τυχαία ενέργεια, αλλά είναι στρατηγικά σχεδιασμένη. Σκοπός της είναι η διατήρηση της εύθραυστης εσωτερικής πολιτικής ισορροπίας του Ισραήλ, λίγο πριν από τις αναμενόμενες εκλογές του 2026.
Ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι οποιαδήποτε δημόσια αντιπαράθεση με την Ουάσινγκτον για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα θα μπορούσε να ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας» εντός του κυβερνητικού συνασπισμού του. Ειδικότερα, υπουργοί όπως ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβίρ, οι οποίοι διατηρούν σκληρή γραμμή σε θέματα εθνικής ασφάλειας, θα μπορούσαν να αντιδράσουν έντονα. Η προοπτική ενίσχυσης της τουρκικής αεροπορικής ισχύος από την πρώτη δύναμη του ΝΑΤΟ προκαλεί, φυσιολογικά, ανησυχίες στην Ιερουσαλήμ.
Ωστόσο, η ανάγκη για ένα ενιαίο διπλωματικό μέτωπο απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να υπερισχύει, τουλάχιστον προς το παρόν. Έτσι, η σχέση Ισραήλ-Αμερικής διατηρεί μια επιφανειακή ομοφωνία, αποκρύπτοντας τις βαθύτερες στρατηγικές αμφιβολίες για τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας. Το γεωπολιτικό παζλ περιπλέκεται περαιτέρω από την πρόσφατη κλιμάκωση στη Μαύρη Θάλασσα, όπου ρωσικές επιθέσεις με drones και πυραύλους στα λιμάνια της Οδησσού προκάλεσαν ζημιές και σε τουρκικό εμπορικό πλοίο.
Η Ουκρανία καταδίκασε αυτές τις πράξεις ως επίθεση στην πολιτική υποδομή και στον εμπορικό διάδρομο, ο οποίος τροφοδοτεί τον παγκόσμιο πληθυσμό. Ο πρόεδρος Ζελένσκι ερμήνευσε το περιστατικό ως σαφές μήνυμα της Μόσχας για την αδιαφορία της προς τις διπλωματικές ειρηνευτικές προσπάθειες, στις οποίες η Τουρκία διαδραματίζει ρόλο μεσολαβητή. Αυτή η σύγκλιση γεγονότων δημιουργεί ένα δύσκολο δίλημμα για τον Νετανιάχου.
Από τη μία πλευρά, η επίθεση κατά τουρκικών συμφερόντων θα μπορούσε να ενισχύσει το αίτημα της Άγκυρας για πιο προηγμένα οπλικά συστήματα, όπως τα F-35. Από την άλλη, τονίζει τον ιδιόμορφο ιστό συμμαχιών και αντιπαραθέσεων, όπου οι ρόλοι του εχθρού και του διαμεσολαβητή συχνά συγχέονται. Για την ώρα, η στρατηγική της σιωπής φαίνεται να είναι μια προσέγγιση αναμονής, με προτεραιότητα στην εσωτερική σταθερότητα και την αποφυγή ρήξεων, εξυπηρετώντας βραχυπρόθεσμες πολιτικές ανάγκες.
Το ερώτημα που παραμένει είναι για πόσο ακόμη αυτή η στάση είναι βιώσιμη. Καθώς οι περιφερειακές εντάσεις κορυφώνονται και η πιθανότητα πώλησης των F-35 παραμένει ανοιχτή, ο ισραηλινός πρωθυπουργός ενδέχεται να αναγκαστεί να σπάσει τη σιωπή του. Τότε, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια δημόσια αναμέτρηση, η οποία θα μπορούσε να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων σε μια από τις πιο κρίσιμες περιοχές του κόσμου.