Μια δραστική αλλαγή στην πολιτική ελέγχου των συνόρων προτείνει η αμερικανική κυβέρνηση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από διπλωματικούς κύκλους και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Διεύθυνση Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων (CBP) προτείνει την επιβολή υποχρεωτικής παροχής της ιστορίας των κοινωνικών δικτύων για τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό θα αφορά πολίτες 42 χωρών που μέχρι σήμερα ταξίδευαν στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς να απαιτείται βίζα, γεγονός που προκαλεί ανησυχία.
Πρόκειται για εκατομμύρια ταξιδιώτες από χώρες-κλειδιά, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Αυστραλία, οι οποίοι συνήθως χρησιμοποιούν το σύστημα ESTA. Από το 2016, η ερώτηση σχετικά με τα προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν εθελοντική. Ωστόσο, η νέα ρύθμιση, η οποία δημοσιεύτηκε στο Federal Register, σκοπεύει να την μετατρέψει σε υποχρεωτική απαίτηση. Οι αιτούντες θα υποχρεούνται πλέον να δηλώνουν τα «χειριστικά ονόματα» (handles) που χρησιμοποιούσαν κατά τους τελευταίους 60 μήνες.
Το εύρος της προτεινόμενης συλλογής δεδομένων, όμως, είναι ακόμη πιο εκτεταμένο και βαθύ. Το κράτος διεκδικεί το δικαίωμα να ζητήσει ιστορικό δεκαετίας για ηλεκτρονικές διευθύνσεις, πενταετές ιστορικό τηλεφωνικών αριθμών και εκτενείς πληροφορίες σχετικά με την οικογένεια του αιτούντος. Επιπλέον, στο ορίζοντα αναφέρεται η πιθανή ενσωμάτωση «δεδομένων υψηλής αξίας», όπως βιομετρικά στοιχεία, για παράδειγμα δακτυλικά αποτυπώματα ή σάρωση ίριδας. Οι αρχές παρουσιάζουν αυτά τα μέτρα ως απαραίτητα για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, ειδικά ενόψει μεγάλων διεθνών διοργανώσεων όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026 και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λος Άντζελες το 2028.
Ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, επί κυβέρνησης του οποίου είχε εισαχθεί η εθελοντική ερώτηση, υποστηρίζει σθεναρά την υποχρεωτική διάταξη. «Απλώς θέλουμε να έρχονται εδώ με ασφάλεια. Θέλουμε ασφάλεια. Θέλουμε να βεβαιωνόμαστε ότι δεν αφήνουμε λάθος ανθρώπους να μπουν στη χώρα μας», δήλωσε, απορρίπτοντας τις ανησυχίες για πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό.
Αντίθετα, οι οργανώσεις για τις πολιτικές ελευθερίες εκφράζουν κατηγορηματική αντίθεση, κάνοντας λόγο για «εισβολική υπέρβαση» που απειλεί το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Εγείρεται επίσης ένα κρίσιμο ερώτημα: με ποια ακριβώς κριτήρια θα αξιολογείται αυτό το τεράστιο όγκο ψηφιακών δεδομένων; Ποια ανάρτηση ή ποια έκφραση θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόρριψη μιας αίτησης; Αναλυτές προειδοποιούν για τον κίνδυνο «αντιποίνων» από άλλες χώρες, οι οποίες ενδέχεται να απαιτήσουν παρόμοια δεδομένα από Αμερικανούς πολίτες, δημιουργώντας ένα κλίμα αυτολογοκρισίας στο διαδίκτυο.
Η πρόταση εισέρχεται τώρα σε στάδιο δημόσιας διαβούλευσης, αλλά το αποτέλεσμά της αναμένεται να έχει ευρύτερες συνέπειες από μια απλή τελωνειακή διαδικασία. Σηματοδοτεί μια ουσιαστική στροφή προς τη μαζική χρήση του ψηφιακού αποτυπώματος των πολιτών ως εργαλείο κρατικής ασφάλειας. Αυτή η εξέλιξη θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τα όρια μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας στην ψηφιακή μας εποχή.