Μόλις μία εβδομάδα μετά την εντυπωσιακή τελετή ειρήνης στην Ουάσινγκτον, η βία έχει επανέλθει με όλη της τη φρικτή ένταση στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Οι αιματηρές συγκρούσεις, οι οποίες ξέσπασαν μετά από επίθεση της ανταρτικής ομάδας M23 προς τη στρατηγικής σημασίας λιμναία πόλη Ουβίρα, αποτελούν ένα πικρό σχόλιο για την ευθραυστότητα των διπλωματικών πρωτοβουλιών σε μια περιοχή που υποφέρει επί δεκαετίες.
Η τελετή της 4ης Δεκεμβρίου, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, είχε ως στόχο να σφραγίσει μια συμφωνία αποκλιμάκωσης. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Τραμπ είχε δηλώσει με έμφαση: «Σήμερα επιτυγχάνουμε εκεί όπου τόσοι άλλοι απέτυχαν». Ωστόσο, οι εικόνες που φτάνουν τώρα από την επαρχία Νότιο Κιβού είναι διαμετρικά αντίθετες, παρουσιάζοντας μια εικόνα απόλυτου χάους: πανικόβλητη φυγή περίπου 200.000 αμάχων, τουλάχιστον 74 νεκροί, οι περισσότεροι από τους οποίους άμαχοι, και 83 τραυματίες. Η «οπτική της ειρήνης», η οποία παρουσιάστηκε σε μακρινά γραφεία, διαψεύδεται με τραγικό τρόπο από την «πραγματικότητα του πολέμου» στα χωριά που βρίσκονται βόρεια της Ουβίρας.
Η ομάδα M23, η οποία σύμφωνα με πολυάριθμες διεθνείς αναφορές λαμβάνει υποστήριξη από τη γειτονική Ρουάντα, δικαιολογεί την επίθεσή της ως απάντηση σε πυρά από κυβερνητικά στρατεύματα. Ο πολιτικός της ηγέτης, Μπερτράν Μπισίμγουα, έκανε λόγο για «αντεπίθεση» και ταυτόχρονα για την αναγκαιότητα «επιστροφής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Αυτή η ρητορική, που συνδυάζει τη στρατιωτική δράση με φαινομενικές προτάσεις διαλόγου, είναι χαρακτηριστική των κυνικών δυναμικών αυτής της εξαιρετικά πολύπλοκης σύγκρουσης. Στο πεδίο της μάχης, το M23, έχοντας συμμαχήσει με τον ευρύτερο συνασπισμό «Alliance Fleuve Congo», συγκρούεται σφοδρά με τα κυβερνητικά στρατεύματα (FARDC) και τις τοπικές πολιτοφυλακές, γνωστές ως Wazalendo.
Για τους αναλυτές, αυτή η νέα έκρηξη εχθροπραξιών δεν αποτελεί απλώς μια στρατιωτική κίνηση. Αντιθέτως, συνιστά μια άμεση πρόκληση στην αξιοπιστία όλων των πρόσφατων μεσολαβητικών προσπαθειών, από την Ουάσινγκτον έως το Ντόχα. Το κύριο εμπόδιο για την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης παραμένει η συνεχιζόμενη εμπλοκή γειτονικών χωρών, ιδίως οι κατηγορίες που στρέφονται κατά της Ρουάντας. Η κατάσταση στην Ουβίρα, όπου οι πρόσφυγες ασφυκτιούν και επιβαρύνουν τις ήδη ελλειμματικές υποδομές, αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση αυτού του πολιτικού αδιεξόδου.
Το συμπέρασμα, αν και πικρό, είναι ξεκάθαρο: οι διπλωματικές υπογραφές σε μακρινά έγγραφα φαίνεται να μην έχουν καμία ουσιαστική αξία απέναντι στους στρατηγικούς υπολογισμούς των ένοπλων ομάδων στην καρδιά της Αφρικής. Η διαδρομή προς την ειρήνη μοιάζει να μπλοκάρεται συνεχώς από την ίδια τη βία που υποτίθεται ότι επιδιώκει να σβήσει. Η διεθνής κοινότητα εκφράζει εκκλήσεις για μετριοπάθεια, αλλά στο έδαφος, ο κύκλος της σύγκρουσης και της ανθρώπινης δυστυχίας περιστρέφεται αμείλικτα, αφήνοντας πίσω του απελπιδισμένες και τραυματισμένες κοινωνίες. Το Κονγκό περιμένει ακόμα την πραγματική ειρηνευτική τελετή.