Σε μια εξέλιξη που προκαλεί έντονη ανησυχία στον κλάδο των ακινήτων, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εγγραφής Μεσιτών Ακινήτων (ΣΕΜΑ), κ. Μαρίνος Κυνηγείρου, έγινε αποδέκτης σοβαρών απειλών. Οι απειλές αυτές, οι οποίες έχουν ήδη καταγγελθεί επισήμως στην Αστυνομία, εικάζεται ότι προέρχονται από άτομα που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα. Φαίνεται πως ο στόχος είναι η παρεμπόδιση μιας νόμιμης πειθαρχικής διαδικασίας, γεγονός που υποδηλώνει μια επικίνδυνη τάση παρέμβασης σε θεσμικούς μηχανισμούς ελέγχου.
Ο κ. Κυνηγείρου προσήλθε στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας Λάρνακας, αναφέροντας ότι δέχτηκε απειλητικές επικοινωνίες. Οι πρώτες κλήσεις είχαν λάβει χώρα από τον περασμένο Ιούνιο, ενώ επανεμφανίστηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου, απαιτώντας την απόσυρση επίσημης καταγγελίας του ΣΕΜΑ. Η καταγγελία αφορά έναν μεσίτη που βρίσκεται υπό διερεύνηση για πιθανή εμπλοκή σε πωλήσεις ακινήτων στα κατεχόμενα εδάφη, καθώς και για παράνομη διαμεσολάβηση σε πληρωμές προμηθειών. Σε μία μεταγενέστερη τηλεφωνική απειλή, η οποία καταγράφηκε από το ΣΕΜΑ, ο κ. Κυνηγείρου ειδοποιήθηκε ρητά να μην διεκδικήσει τη θέση του στις επικείμενες εκλογές του ΣΕΜΑ, οι οποίες είχαν οριστεί για τις 20 Δεκεμβρίου.
Αυτή η προκλητική προσπάθεια παρέμβασης έχει ήδη προκαλέσει την άμεση κινητοποίηση ανώτερων αστυνομικών αρχών και του Υπουργείου Εσωτερικών. Η υπόθεση θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρή, καθώς δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο όπου εγκληματικά στοιχεία επιχειρούν να επηρεάσουν φορείς επαγγελματικού ελέγχου. Η καταγγελία του ΣΕΜΑ, η οποία υποβλήθηκε εντός του τρέχοντος μήνα, αφορά μια τυπική πειθαρχική διαδικασία, καθιστώντας την εξωτερική εγκληματική παρέμβαση εξαιρετικά ανησυχητική.
Σε ένα φαινομενικά άσχετο περιστατικό, που όμως εντείνει τις ανησυχίες, τρία πολυτελή οχήματα – δύο BMW και μια Porsche – καταστράφηκαν ολοσχερώς από εμπρησμό τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Δεκεμβρίου στη Λεμεσό. Τα αυτοκίνητα φυλάσσονταν στον χώρο πλυντηρίου αυτοκινήτων, το οποίο ανήκει σε Ρώσο επιχειρηματία. Οι αστυνομικοί ερευνητές της Λεμεσού, αξιοποιώντας υλικό από κάμερες ασφαλείας και μαρτυρίες, εκτιμούν ότι ο εμπρησμός αποτελεί πράξη εκφοβισμού. Το κίνητρο πιθανόν να συνδέεται με πιέσεις προς τοπικούς επιχειρηματίες, είτε για σκοπούς εκβιασμού είτε ως αντίποινα για προηγούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Το συμβάν παρουσιάζει ομοιότητες με προηγούμενες επιθέσεις, υποδηλώνοντας την εφαρμογή τακτικών εκβιασμού.
Η σύμπτωση αυτών των γεγονότων δημιουργεί μια δυσμενή εικόνα για την ευπάθεια ορισμένων τομέων της κυπριακής οικονομίας. Η στοχοποίηση ενός υψηλόβαθμου θεσμικού παράγοντα πλήττει την αξιοπιστία των θεσμών, με κίνδυνο να ανασταλούν οι διαδικασίες ελέγχου. Ταυτόχρονα, η καταστροφή περιουσιακών στοιχείων στη Λεμεσό αποδεικνύει την προθυμία εγκληματικών στοιχείων να καταφύγουν σε απροκάλυπτη βία. Οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν εντατικές έρευνες και για τις δύο υποθέσεις, εξετάζοντας πιθανά δίκτυα πίσω από αυτές τις πράξεις.
Οι επιπτώσεις αυτών των περιστατικών είναι ευρύτερες, θέτοντας θεμελιώδη ερωτήματα για την ανθεκτικότητα της επαγγελματικής διακυβέρνησης και την ασφάλεια των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Καθώς το ΣΕΜΑ προχωρά τόσο με τις εκλογές του όσο και με την πειθαρχική διαδικασία, το αποτέλεσμα θα αποτελέσει κρίσιμη δοκιμασία για την ικανότητα του κράτους να προστατεύσει τους θεσμούς του από κακόβουλες επιρροές. Η ευρύτερη επιχειρηματική κοινότητα παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον, αξιολογώντας την αποτελεσματικότητα της αντίδρασης σε αυτό που μοιάζει με κλιμακούμενη πρόκληση στη νόμιμη εμπορική δραστηριότητα.