Μια φρικτή επίθεση έλαβε χώρα νωρίς το πρωί στο Σόλσβιλ, κοντά στην Πρετόρια, αφήνοντας πίσω της δώδεκα νεκρούς και δεκαέξι τραυματίες. Ανάμεσα στα θύματα, τρία παιδιά – ένα βρέφος, ένας δωδεκάχρονος και μια δεκαεξάχρονη – σε ένα περιστατικό που έχει συγκλονίσει τη χώρα και αναδεικνύει τις βαθιές πληγές της ενδημικής βίας και της παρανομίας.
Οι αρχές έχουν επιβεβαιώσει ότι τουλάχιστον τρεις ένοπλοι εισέβαλαν σε ένα παράνομο μπαρ, γνωστό ως «σίμπιν», κατά τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, πυροβολώντας ανελέητα τους παρευρισκόμενους. Η σκηνή, που θυμίζει εμπόλεμη ζώνη, βρίσκεται υπό εντατική εγκληματολογική διερεύνηση. Ενώ τα πυρομαχικά αναλύονται, οι δράστες παραμένουν άγνωστοι, με την αστυνομία να έχει εξαπολύσει μια εκτεταμένη επιχείρηση για τον εντοπισμό τους.
Η εκπρόσωπος της αστυνομίας, ταξίαρχος Αθλέντα Μάθε, δεν δίστασε να συνδέσει άμεσα τη σφαγή με το εθνικό πρόβλημα της παράνομης πώλησης αλκοόλ. «Αντιμετωπίζουμε ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα με αυτά τα παράνομα και μη αδειοδοτημένα καταστήματα ποτών», δήλωσε, τονίζοντας ότι η πλειονότητα των μαζικών πυροβολισμών στη χώρα λαμβάνει χώρα σε παρόμοια μέρη. «Αυτά τα παράνομα σίμπιν προκαλούν ανυπολόγιστο πρόβλημα, καθώς εκεί έχουν αναφερθεί πάρα πολλοί φόνοι».
Πράγματι, αυτό το τραγικό συμβάν δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό, αλλά μια οδυνηρή εκδήλωση της βαθιάς κρίσης βίας που μαστίζει τη Νότια Αφρική. Η χώρα διατηρεί σταθερά έναν από τους υψηλότερους δείκτες δολοφονιών παγκοσμίως, με τα δεδομένα των Ηνωμένων Εθνών να καταγράφουν 45 φόνους ανά 100.000 κατοίκους. Ως απάντηση, οι αρχές έχουν πραγματοποιήσει πολυάριθμες επιχειρήσεις, κλείνοντας περίπου 12.000 παράνομα καταστήματα ποτού και προχωρώντας σε πάνω από 18.000 συλλήψεις σε εθνικό επίπεδο μόνο μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους.
Το Σόλσβιλ, μόλις 18 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, αποτελεί ένα από τα πολλά θύματα ενός σύνθετου κοινωνικοοικονομικού προβλήματος. Τα συγκροτήματα κατοικιών (hostels), κατάλοιπα της εποχής του απαρτχάιντ, φιλοξενούν συχνά κρυφές ταβέρνες που λειτουργούν εκτός του νόμου, μετατρεπόμενες σε εστίες εγκληματικότητας και συγκρούσεων.
Η έρευνα συνεχίζεται, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν βαθύτερα. Πώς μπορεί αυτή η πληγή να σταματήσει; Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η λύση δεν έγκειται αποκλειστικά στην αστυνόμευση, όσο απαραίτητη κι αν είναι. Απαιτείται μια πολυδιάστατη στρατηγική που θα αντιμετωπίσει τις ρίζες του προβλήματος: τη φτώχεια, την ανεργία και την υποβάθμιση που ωθούν πολλούς στην παραοικονομία. Προς το παρόν, μια κοινότητα θρηνεί, και μια ολόκληρη χώρα αναλογίζεται, για άλλη μια φορά, το βαρύ ανθρώπινο τίμημα μιας μάχης που, δυστυχώς, απέχει πολύ από το τέλος της.