Η Οικονομική Επιτροπή της Βουλής της Κύπρου βρίσκεται στο τελικό στάδιο των διαβουλεύσεων σχετικά με το κρίσιμο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, με την πρόεδρό της να αναφέρει πως η τελική ψηφοφορία αναμένεται εντός των ημερών. Το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο αποσκοπεί στην ανακούφιση των νοικοκυριών από την οικονομική πίεση, περιλαμβάνει ρυθμίσεις στο εισοδηματικό τομέα και νέα μέτρα στήριξης. Ωστόσο, έχει προκαλέσει έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό αναφορικά με την «κοινωνική δικαιοσύνη», καθώς η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα υποστηρίζουν ότι ωφελεί δυσανάλογα τα άτομα με υψηλότερες απολαβές, αποτυγχάνοντας να διορθώσει βαθύτερες δομικές ανισότητες.
Αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία αποτελεί το αποκορύφωμα δύο ετών διαπραγματεύσεων και έρχεται σε μια περίοδο σημαντικών οικονομικών ανακατατάξεων. Οι επικριτές, κυρίως το ΑΚΕΛ και το συνδικάτο ΠΕΟ, επιμένουν ότι η φορολογική πολιτική από το 2013 και μετά έχει επιδεινώσει τις υπάρχουσες ανισότητες. Τονίζουν την αυξανόμενη τάση της έμμεσης φορολογίας και τη μετατόπιση του εθνικού εισοδήματος από τους μισθούς προς τα εταιρικά κέρδη, γεγονός που επιβαρύνει συσσωρευτικά τις μεσαίες και χαμηλές εισοδηματικές τάξεις. Συνεπώς, η τρέχουσα μεταρρύθμιση δεν αντιμετωπίζεται ως μια απλή διευθέτηση, αλλά ως **μια δοκιμασία** της δέσμευσης της κυβέρνησης στην αναδιανομή του πλούτου.
Ο κεντρικός άξονας της κυβερνητικής πρότασης, ο οποίος υπερασπίζεται σθεναρά ο Υπουργός Οικονομικών, Μάκης Κεραυνός, είναι η αύξηση του αφορολόγητου ορίου στα 20.500 ευρώ ετησίως, μια σχετικά μικρή βελτίωση από το όριο που παρέμενε αμετάβλητο από το 2008. Προστίθενται επίσης μια έκπτωση 1.000 ευρώ ανά παιδί και επιπλέον 1.500 ευρώ για νέους ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές κατοικίας. Ενώ το Υπουργείο παρουσιάζει αυτές τις αλλαγές ως στοχευμένη ανακούφιση, αντιπολιτευόμενοι βουλευτές, όπως ο Ανδρέας Καφκαλιάς του ΑΚΕΛ, τις χαρακτηρίζουν **ανεπαρκείς**. Το ΠΕΟ, με λεπτομερές υπόμνημα που περιλαμβάνει τριάντα εναλλακτικές προτάσεις, ζητά μια πιο ουσιαστική αύξηση του βασικού αφορολόγητου και των εκπτώσεων για τα εξαρτώμενα μέλη.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, Χριστιάνα Ερωτοκρίτου (ΔΗΚΟ), αναγνώρισε την επείγουσα ανάγκη για άμεση δράση. «Ο κόσμος προσδοκά αυτή τη μεταρρύθμιση και την έχει πραγματικά ανάγκη, καθώς οι οικονομικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι κυπριακές οικογένειες είναι υπαρκτές και έντονες», δήλωσε η ίδια. Τόνισε την **επίπονη ισορροπία** που απαιτούν οι διαπραγματεύσεις, αναφέροντας: «Στόχος μας είναι να επιτύχουμε το μέγιστο δυνατό, με ασφάλεια, προς όφελος των οικογενειών, των εργαζομένων και των ομάδων με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα».
Ο δημόσιος διάλογος, πέρα από τον φόρο εισοδήματος, έχει επεκταθεί και σε ευρύτερα φορολογικά εργαλεία. Τροπολογίες που έχουν κατατεθεί από την αντιπολίτευση προτείνουν την επιβολή ειδικού τέλους σε ακίνητα αξίας άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ και τη φορολόγηση μεγάλων επιχειρηματικών οντοτήτων. Επιπλέον, ασκούνται πιέσεις για μείωση του ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια και στις ενεργειακές αναβαθμίσεις στο 5%, καθώς και για πλήρη απαλλαγή από τον φόρο για βασικά αγαθά. Τέτοια μέτρα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές τους, θα αντιμετώπιζαν **οριστικά** την επαναλαμβανόμενη φύση της έμμεσης φορολογίας και θα διασφάλιζαν μια πιο δίκαιη συμβολή της περιουσίας και του κεφαλαίου.
Με την κυβέρνηση να στοχεύει στην έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, το χρονοδιάγραμμα είναι εξαιρετικά πιεσμένο. Το αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων θα επηρεάσει άμεσα την αγοραστική δύναμη εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και θα επαναπροσδιορίσει την προοδευτικότητα του κυπριακού φορολογικού συστήματος. Το κρίσιμο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο εν όψει της τελικής ψηφοφορίας είναι το εξής: θα επικρατήσει το πλαίσιο της κυβέρνησης, το οποίο θεωρείται φιλόδοξο από κάποιους αλλά **μετριοπαθές** από άλλους, ή θα διαμορφωθεί ένας πιο τολμηρός συμβιβασμός που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αναδιανομή;