Η κυπριακή κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει μεγάλη υποχώρηση και να δεχτεί σημαντικές αλλαγές σε έναν νόμο για τις διαδηλώσεις που είχε προκαλέσει έντονη κριτική. Αυτό συνέβη μετά από πιέσεις τόσο από την Κύπρο όσο και από το εξωτερικό, καθώς και μετά από μια επίσημη γνωμάτευση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
Ο νόμος είχε ψηφιστεί τον Ιούλιο, μετά από μερικά επεισόδια, και είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Οι ασαφείς κανόνες του επέτρεπαν, για παράδειγμα, στην αστυνομία να ζητάει από διαδηλωτές να βγάλουν μάσκες όποτε το ήθελε. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της αντιπολίτευσης, των δικηγόρων και της κοινωνίας των πολιτών. Η κριτική έγινε ακόμα πιο δυνατή τον Σεπτέμβριο, όταν ο ΟΑΣΕ δήλωσε ότι ο νόμος παραβίαζε τα διεθνή πρότυπα και δημιουργούσε ένα αρνητικό κλίμα για το συνταγματικό δικαίωμα στη διαδήλωση.
Στο κοινοβούλιο, η βουλευτίς του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδη, που είχε ζητήσει την αξιολόγηση του ΟΑΣΕ, προχώρησε σε μια λεπτομερή τροπολογία. Παράλληλα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης άρχισε και αυτό να επανεξετάζει τον νόμο. Κατά τη συζήτηση στην κοινοβουλευτική επιτροπή, η εκπρόσωπος του υπουργείου αναγνώρισε ότι οι προτάσεις τους ήταν πολύ παρόμοιες με αυτές της Χαραλαμπίδη. Ο πρόεδρος της επιτροπής δήλωσε πως υπήρχε «ουσιαστική συμφωνία».
Οι βασικές αλλαγές είναι πολύ σημαντικές. Πλέον, η αστυνομία θα μπορεί να ζητάει να βγουν οι μάσκες μόνο αν κάποιος κάνει πράξεις βίας που απειλούν ζωές ή περιουσίες. Επίσης, οι διοργανωτές των διαδηλώσεων δεν θα φέρουν πλέον ποινική ευθύνη. Παραμένουν κάποια ζητήματα για συζήτηση, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο νόμος θα ξαναγραφτεί από την αρχή.
Αυτή η εξέλιξη δείχνει πώς η διεθνής κοινότητα μπορεί να προστατεύσει τα δημοκρατικά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, μας υπενθυμίζει τους κινδύνους όταν μια κυβέρνηση, σε καιρό κρίσης, θέλει να ελέγξει τη δημόσια ζωή με αυταρχικούς νόμους. Η αλλαγή του νόμου είναι μια νίκη για τις πολιτικές ελευθερίες, αλλά και μια απόδειξη ότι η αρχική πολιτική ήταν λάθος.